Στρατιώτης, Εργάτης, Επαναστάτης, Άναρχος
Μία εισαγωγή στον Ernst Jünger

Jünger [1]4,424 words

Μετάφραση στα Αγγλικά [2]: Greg Johnson

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου: Lohengrin

Τέσσερις μορφές εμφανίζονται διαδοχικά στα γραπτά του Jünger, κάθε μία από αυτές ανταποκρινόμενη σε μία ξεχωριστή περίοδο της ζωής του συγγραφέως. Αυτές είναι χρονολογικά ο Στρατιώτης του Μετώπου, ο Εργάτης, ο Επαναστάτης, ο Άναρχος. Μέσω των μορφών αυτών μπορεί κάποιος να ξεχωρίσει το παθιασμένο ενδιαφέρον που είχε ο Jünger για τον κόσμο των μορφών. Για αυτόν οι μορφές δεν μπορούν να προέλθουν από την αλλαγή που συμβαίνει στον αισθητό κόσμο. Οι μορφές υποδεικνύουν σε ποικίλα επίπεδα, τον τρόπο με τον οποίον τα αισθητά όντα εκφράζονται: η «ιστορία» του κόσμου ίσταται υπεράνω κάθε μορφογενέσεως. Ως εντομολόγος, επιπλέον, ο Jünger ήταν φυσικά επιρρεπής σε κατηγοριοποιήσεις. Πέραν του ατόμου, αναγνωρίζει το γένος και το είδος .

Μπορεί κάποιος να διακρίνει εδώ ένα είδος λεπτής προκλήσεως προς τον ατομικισμό: «Το μοναδικό και το τυπικό αλληλοαποκλείονται»,γράφει. Όπως το βλέπει ο Jünger, το σύμπαν είναι έτσι εκείνο, όπου οι Μορφές δίδουν στις εποχές την μεταφυσική σημασία τους. Με αυτή την σύντομη, θα ήθελα να συγκρίνω κα να αντιπαραβάλω τις υπό του Jünger αναγνωρισμένες Μορφές.

Ο Στρατιώτης του Μετώπου (Der Frontsoldat) είναι πρωτίστως μάρτυρας του τέλους του πολέμου με την κλασική έννοια: οι πόλεμοι που έδιδαν προτεραιότητα στον ιπποτισμό, που ήσαν οργανωμένοι γύρω από τις έννοιες της δόξης και της τιμής, που γενικώς σεβόταν τους αμάχους και που διέκριναν ξεκάθαρα μεταξύ του Μετώπου και των Μετόπισθεν. «Μολονότι ζαρώναμε από φόβο μέσα στους κρατήρες των οβίδων, συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατότερος από την ύλη. Αυτό απεδείχθη λάθος.», έγραφε ο Jünger. Όντως, από τότε και έπειτα η «ύλη» μετρούσε περισσότερο από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο υλικός αυτός παράγοντας σηματοδοτεί την εισόρμηση και την κυριαρχία της τεχνολογίας. Η τεχνολογία επιβάλλει τον δικό της νόμο, τον νόμο της απουσίας προσωπικότητας και του ολοκληρωτικού πολέμου-ενός πολέμου ταυτοχρόνως μαζικού και αφηρημένου στην ωμότητά του. Την ίδια στιγμή ο Στρατιώτης καθίσταται ένας απρόσωπος ηθοποιός. Ακόμα και ο ηρωισμός του είναι απρόσωπος, διότι αυτό που μετράει περισσότερο για εκείνον δεν είναι πλέον ο σκοπός ή το αποτέλεσμα της μάχης. Δεν πρόκειται για το εάν θα κερδίσει ή θα χάσει, εάν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Αυτό που μετράει είναι η πνευματική προδιάθεση που τον οδηγεί να αποδεχθεί την ανώνυμη θυσία του. Υπό αυτήν την έννοια, ο Στρατιώτης του Μετώπου είναι εξ ορισμού ένας Άγνωστος Στρατιώτης, ο οποίος σχηματίζει ένα σώμα, στην πλήρη κυριολεξία του όρου, με την μονάδα, στην οποίαν ανήκει, σαν ένα δένδρο, το οποίο δεν αποτελεί απλώς μέρος, αλλά μία υποδειγματική ενσάρκωση του δάσους.

Το ίδιο ισχύει για τον Εργάτη, ο οποίος εμφανίζεται το 1932, στο διάσημο βιβλίο με το όνομα αυτό, του οποίου ο παράτιτλος είναι «Κυριαρχία και Μορφή» [1] Το κοινό στοιχείο του Στρατιώτου και του Εργάτου είναι η ενεργός απουσία προσωπικότητας. Αμφότεροι είναι τέκνα της τεχνολογίας. Επειδή η ίδια τεχνολογία που μεταμόρφωσε τον πόλεμο σε μία μονότονη «εργασία», πνίγοντας το ιπποτικό πνεύμα στην λάσπη των χαρακωμάτων, μεταμόρφωσε, επίσης, τον κόσμο σε ένα απέραντο εργαστήριο, όπου ο άνθρωπος είναι στο εξής εντελώς σκλαβωμένος [2] από τις προσταγές της παραγωγικότητας. Ο Στρατιώτης και ο Εργάτης έχουν, εν τέλει, τον ίδιον εχθρό: τον αξιοπεριφρόνητο φιλελεύθερο αστό, τον αναγγελμένο από τον Νίτσε «τελευταίο άνθρωπο», ο οποίος σέβεται την ηθική τάξη, την ωφέλεια και το κέρδος. Ο Εργάτης και ο Στρατιώτης, που έχει επιστρέψει από το Μέτωπο, επίσης, θέλουν να καταστρέψουν, προκειμένου να δημιουργήσουν, να απομακρύνουν τα τελευταία κουρέλια του ατομικισμού, προκειμένου να ιδρύσουν έναν καινούργιο κόσμο πάνω στα συντρίμμια της παλαιάς «απολιθωμένης μορφής ζωής»

Ωστόσο, ενώ ο Στρατιώτης ήταν μόνον το παθητικό αντικείμενο της κυριαρχίας της τεχνολογίας, ο Εργάτης στοχεύει ενεργά στο να ταυτοποιήσει τον εαυτό του με αυτήν. Μακράν του να είναι το αντικείμενό της ή να υποτάσσεται στις εκδηλώσεις της, ο Εργάτης, αντιθέτως, αναζητά εν πλήρει συνειδήσει να επιδοκιμάσει της δύναμη της τεχνολογίας, η οποία θεωρεί ότι θα εξαλείψει τις διαφορές μεταξύ των τάξεων, όπως και ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, σε πολίτη και σε στρατιωτικό. Ο Εργάτης δεν είναι πλέον αυτός που «θυσιάζεται, για να επωμίζεται τα φορτία στις μεγάλες ερήμους της φωτιάς», όπως ο Jünger ακόμα το έθετε στο έργο του «Der Waldgang» (Το μονοπάτι στο δάσος) [3], αλλά ένα όν εντελώς αφοσιωμένο στην «totale Mobilmachung» (ολοκληρωτική επιστράτευση ή κινητοποίηση) [4] Ούτως, η Μορφή του Εργάτου προχωρά πολύ μακρύτερα του Τύπου του Στρατιώτου του Μετώπου. Διότι για τον Εργάτη-που ονειρεύεται όλη την ώρα την ζωή του Σπαρτιάτου, του Πρώσσου, ή του Μπολσεβίκου, όπου το άτομο οπωσδήποτε θα μπορούσε να ξεπερασθεί από τον Τύπο- ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε μόνον το αμόνι , πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε ένας άλλος τρόπος του είναι στον κόσμο. Ο Στρατιώτης του Μετώπου περιόρισε τον εαυτό του, για να ενσαρκώσει νέα πρότυπα συλλογικής υπάρξεως. Ο Εργάτης, από την πλευρά του, αποσκοπεί στο να τις μετεμφυτεύσει στην αστική ζωή, να τις καταστήσει νόμο ολόκληρης της κοινωνίας.

Ο Εργάτης με τον τρόπον αυτόν δεν είναι μόνον ο άνθρωπος που εργάζεται (η πλέον κοινή σημασία) περισσότερο απ’ ό,τι ο άνθρωπος μίας κοινωνικής τάξεως, π.χ. μίας δεδομένης οικονομικής κατηγορίας (η ιστορική σημασία). Είναι ο Εργάτης με μία μεταφυσική έννοια: αυτό που αποκαλύπτει την Εργασία ως τον γενικό κανόνα ενός κόσμου, ο οποίος αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα, ακόμα και στην πολυτέλεια και την ανάπαυση.

Τα στοιχεία της κοσμοθεάσεως του Jünger-η αισθητική και βουλησιαρχική αντίληψη της τεχνολογίας, η αποφασιοκρατία κάθε στιγμής, η αντίθεση του Εργάτου προς τον Αστό, η νιτσεϊκή θέληση «προς επαναξιολόγηση όλων των αξιών», που ήδη υποδαυλίζει τον γιουνγκεριανό «στρατιωτικό εθνικισμό» της δεκαετίας του είκοσι-συνοψίζονται ενίοτε με την φράση «ηρωικός ρεαλισμός». Υπό την επιρροή των γεγονότων, ωστόσο, ο διαλογισμός του Jünger θα υποστεί συντόμως μία αποφασιστική καμπή, η οποία τον οδήγησε σε διαφορετική κατεύθυνση.

Η στροφή αυτή αντανακλάται στην νουβέλα Auf den Marmorκlippen (Πάνω στους μαρμάρινους λόφους)[5], εκδοθείσα το 1939. Οι ήρωές της, δύο αδέλφια, βοτανολόγοι από την Μεγάλη Μαρίνα, που απαρνούνται με τρόμο το ανηλεές αποτέλεσμα της επιχειρήσεως του Μεγάλου Δασονόμου, ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν όπλα ισχυρότερα αυτών που διαπερνούν και που σκοτώνουν. Εκείνη την εποχή ο Jünger όχι μόνον ήταν πληροφορημένος από την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά είχε επηρεασθεί και από τον αδελφό του Friedrich Georg Jünger, ο οποίος σε ένα διάσημο βιβλίο [6] υπήρξε από τους πρώτους που ήσκησαν μία ριζοσπαστική κριτική επί του τεχνολογικού πλαισίου. [7]. Ως τέκνα της τεχνολογίας, ο Στρατιώτης και ειδικότερα ο Εργάτης ευρίσκοντο στην πλευρά των Τιτάνων. Ο Jünger, ωστόσο, κατέληξε ότι η τιτανική κυριαρχία των στοιχειακών οδηγεί κατευθείαν στον μηδενισμό. Κατάλαβε ότι ο κόσμος δεν έπρεπε ούτε να ερμηνευθεί ούτε να αλλάξει, αλλά να ιδωθεί ως η ξεχωριστή πηγή της αποκαλύψεως της αλήθειας. Αντελήφθη ότι η τεχνολογία δεν είναι απαραιτήτως ανταγωνιστική προς τις αστικές αξίες και ότι μεταμορφώνει τον κόσμο μόνον παγκοσμιοποιώντας την έρημο. Κατάλαβε ότι πίσω από την ιστορία το άχρονο επιστρέφει σε πιο ουσιώδεις κατηγορίες και ότι ο ανθρώπινος χρόνος, με όρια καθορισμένα από τον μηχανισμό του ρολογιού, είναι ένας «φανταστικός χρόνος» γεννηθείς από μία συσκευή, η οποία έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν το γεγονός ότι ανήκουν στον κόσμο, ένας χρόνος που καθορίζει την φύση των ασχολιών τους αντί να καθορίζεται από αυτές, σε αντίθεση με την κλεψύδρα , το «στοιχειώδες-πρωταρχικό ρολόι», της οποίας η ροή υπακούει σε φυσικούς νόμους-ένας κυκλικός και όχι ένας γραμμικός χρόνος. Ο Jünger με άλλα λόγια συνειδητοποίησε ότι το ξέσπασμα των Τιτάνων αποτελεί πρωτίστως και κυρίως εξέγερση εναντίον των Θεών. Για τον λόγον αυτόν απέρριψε τον Προμηθέα.

Εναντίον του ολοκληρωτικού δεσποτισμού οι ήρωες του Auf den Marmorκlippen επιλέγουν την απόσυρση, δημιουργώντας μίαν απόσταση. Με αυτήν έχουν ήδη ανακοινώσει την νοοτροπία του Επαναστάτη, για τον οποίον ο Jünger θα έγραφε: «Ο Επαναστάτης είναι…οποιοσδήποτε, του οποίου ο νόμος της φύσεως του τον τοποθετεί σε μία σχέση με την ελευθερία, μία σχέση η οποία με τον καιρό τον οδηγεί σε μία εξέγερση ενάντια στον αυτοματισμό και σε μία άρνηση να αποδεχθεί την ηθική του συνέπεια, την μοιρολατρία».

Μπορεί κάποιος να διαπιστώσει από αυτό ότι η Μορφή του Επαναστάτου συνδέεται αμέσως με έναν διαλογισμό επάνω στην ελευθερία-και επίσης στον αποκλεισμό, από την στιγμή που ο Επαναστάτης είναι εξίσου ένας παράνομος. Ο Επαναστάτης παραμένει ένας μαχητής, όπως ο Στρατιώτης του Μετώπου, αλλά είναι ένας μαχητής που την ενεργό απουσία προσωπικότητος, επειδή προτίθεται να διατηρήσει την ελευθερία του σε συνάρτηση με τον σκοπό που υπερασπίζεται. Υπό αυτήν την έννοια ο Επαναστάτης δεν μπορεί να ταυτισθεί με κάποιο σύστημα, ακόμα και με αυτό, υπέρ του οποίου μάχεται. Δεν αναπαύεται σε καμία περίπτωση. Εάν ο Επαναστάτης επιλέξει την περιθωριοποίηση, υπεράνω όλων τίθεται να περιφρουρεί ενάντια στις δυνάμεις της καταστροφής, να σπάει την περικύκλωση, θα μπορούσε να πεί κάποιος, χρησιμοποιώντας μία στρατιωτική μεταφορά, την οποίαν ο ίδιος ο Jünger χρησιμοποιεί όταν γράφει: «Η θαυμαστή περικύκλωση του ανθρώπου είχε προετοιμασθεί από πολύ παλαιά από θεωρίες που στοχεύουν στην αψεγάδιαστη λογική ερμηνεία του κόσμου και παρελαύνουν σε κλειστό σχηματισμό μαζί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας».

«Ο δρόμος του μυστηρίου πηγαίνει κατευθείαν προς το εσώτερο» είπε ο Novalis. Ο Επαναστάτης είναι ένας μετανάστης στο εσώτερο, που επιζητά να διατηρήσει την ελευθερία του στην καρδιά των δασών, όπου τέμνονται «τα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά».  Το καταφύγιο αυτό, ωστόσο, είναι διφορούμενο, διότι αυτό το άσυλο της οργανικής ζωής, το οποίο δεν έχει ακόμα απορροφηθεί από την μηχανοποίηση του κόσμου, εκπροσωπεί-στο ακριβές σημείο που συνιστά ένα σύμπαν ξένο προς τα ανθρώπινα πρότυπα-τον «μεγάλο οίκο του θανάτου, την μόνη έδρα του καταστρεπτικού κινδύνου». Όθεν η θέση του Επαναστάτου μπορεί να είναι μόνον προσωρινή.

Η τελευταία Μορφή, την οποίαν ο Jünger αποκαλεί ονομάζει Άναρχος, πρωτοεμφανίσθηκε το 1977 στο «Eumeswil» [8], μία «μεταμοντέρνα» νουβέλα προορισμένη να αποτελέσει την συνέχεια του έργου Heliopolis[9] και εκτυλισσόμενη στην τρίτη χιλιετία. Ο Venator, ο ήρωας, δεν χρειάζεται πλέον να διαβιοί στο δάσος, για να παραμένει ανεπηρέαστος από τον περιβάλλοντα μηδενισμό. Είναι αρκετό για αυτόν που έχει φθάσει μία ανύψωση, η οποία του επιτρέπει να παρατηρεί τα πάντα από μία απόσταση, δίχως να απαιτείται να απομακρύνεται. Τυπική υπό αυτήν την άποψη είναι η στάση του απέναντι στην εξουσία. Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δε τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι. Ο Άναρχος είναι κυρίαρχος του εαυτού-το οποίο ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμασθε ότι δείχνει την απόσταση που υφίσταται μεταξύ κυριαρχίας, η οποία δεν προϋποθέτει εξουσία, και εξουσίας, η οποία ποτέ δεν παρέχει κυριαρχία. «Ο Άναρχος» γράφει ο Jünger «δεν είναι ο συνεργάτης του μονάρχη, αλλά ο αντίποδάς του, ο άνθρωπος που η εξουσία δεν μπορεί να συλλάβει, αλλά και είναι επικίνδυνος για αυτήν. Δεν είναι αντίπαλος του μονάρχη, αλλά το αντίθετό του.» Πραγματικός χαμαιλέων, ο Άναρχος προσαρμόζεται σε όλα τα πράγματα, διότι ουδέν τον φθάνει. Βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας, ενώ είναι πέραν αυτής. Ζεί σε όλες τις εποχές ταυτοχρόνως, παρόν, παρελθόν και μέλλον. Έχοντας διαβεί «το τείχος του χρόνου», βρίσκεται την θέση του Πολικού Αστέρος, που παραμένει σταθερός, ενώ ολόκληρος ο έναστρος θόλος περιστρέφεται γύρω του, του κεντρικού άξονος ή του κεντρικού σημείου, «του κέντρου του τροχού, όπου ο χρόνος έχει εξοβελισθεί». Ούτως, μπορεί να επιβλέπει το «ξεκαθάρισμα», που εκπροσωπεί τον τόπο και την περίσταση για την επιστροφή των θεών. Από αυτό μπορεί να δεί κάποιος, όπως γράφει ο Claude Lavaud αναφορικά με τον Heidegger, ότι η λύτρωση έγκειται «στο να μένεις πίσω , παρά στο να περνάς απέναντι’ στην προσήλωση και όχι στο υπολογισμό’ στην αναμνηστική ευλάβεια που ανοίγει την σκέψη στην αποκάλυψη και την απόκρυψη, που συναποτελούν την ουσία της αληθείας .» [10]

Αυτό, λοιπόν, που διακρίνει τον Επαναστάτη από τον Άναρχο είναι η ποιότητα της εθελουσίας των περιθωριοποιήσεως: οριζόντια απόσυρση για τον πρώτον, κάθετος απόσυρση για τον δεύτερο. Ο Επαναστάτης έχει την ανάγκη να βρεί καταφύγιο στο δάσος, επειδή είναι άνθρωπος δίχως εξουσία ή κυριαρχία και επειδή μόνον εκεί διατηρεί τις συνθήκες της ελευθερίας του. Ο ίδιος ο Άναρχος είναι επίσης δίχως εξουσία, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχει εξουσία, είναι κυρίαρχος. Ο Επαναστάτης είναι ακόμα σε κατάσταση επαναστάσεως, ενώ ο Άναρχος βρίσκεται πέραν της επαναστάσεως. Ο Επαναστάτης συνεχίζει με μυστικότητα-κρύβεται στις σκιές-ενώ ο Άναρχος παραμένει σε πλήρη θέα. Εν τέλει, εκεί που ο Επαναστάτης είναι εξορισμένος από την κοινωνία, ο Άναρχος εξορίζει εαυτόν. Δεν είναι αποκλεισμένος, είναι απελευθερωμένος.

Η έλευση του Επαναστάτου και του Άναρχου, απώθησε την ανάμνηση του Στρατιώτου του Μετώπου στο παρασκήνιο, αλλά δεν τερμάτισε την κυριαρχία του Εργάτου. Ομολογουμένως, ο Jünger άλλαξε την γνώμη του για το τι πρέπει να περιμένουμε, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ την πεποίθησή του ότι αυτή η Μορφή πραγματικά επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Εργάτης προσδιορισμένος ως «ο αρχηγός Τιτάνας που διατρέχει την σκηνή της εποχής μας» είναι πραγματικά ο υιός της Γής, το τέκνο του Προμηθέως. Ενσαρκώνει την «τελλουρική» δύναμη , της οποίας το όργανο είναι η σύγχρονη τεχνολογία. Αποτελεί, επίσης, μία μεταφυσική Μορφή, διότι η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι τίποτα άλλο από την συνειδητοποιημένη ουσία της μεταφυσικής, που καθιστά τον άνθρωπο κύριο ενός κόσμου μεταμορφωμένου σε αντικείμενο. Και με τον άνθρωπο ο Εργάτης τηρεί μία διαλεκτική κυριότητος: ο Εργάτης είναι κύριος του ανθρώπου μέχρι του σημείου που ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι κύριος του κόσμου με το να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Εργάτη.

Ωστόσο, μέχρι του ακριβούς σημείου που είναι οι εκπρόσωποι των στοιχειακών και των τελλουρικών δυνάμεων, οι Τιτάνες εξακολουθούν να είναι φορείς ενός μηνύματος, το περιεχόμενο του οποίου εντέλλεται την ύπαρξή μας. Ο Jünger δεν τους θεωρεί πλέον συμμάχους, αλλά ούτε εχθρούς. Κατά την συνήθειά του, ο Jünger είναι ένας σεισμογράφος: έχει ένα προαίσθημα ότι η κυριαρχία των Τιτάνων αναγγέλλει την επιστροφή των θεών και ότι ο μηδενισμός αποτελεί ένα αναγκαίο κομμάτι του μονοπατιού προς την αναγέννηση του κόσμου. Για να τελειώσουμε με τον μηδενισμό, πρέπει να τον ζήσουμε μέχρι το τέλος του-«περνώντας την γραμμή» που αντιστοιχεί στο «μεσημβρινό μηδέν»-διότι, όπως λέει ο Heidegger , το τεχνολογικό πλαίσιο [11] (Ge-stell) παραμένει ένας τρόπος του Είναι , όχι απλώς η λήθη του. Για τον λόγον αυτόν, εάν ο Jünger αντιμετωπίζει τον Εργάτη ως κίνδυνο, θεωρεί, επίσης, ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να γίνει η σωτηρία μας, διότι υπό αυτού και μέσω αυτού θα είναι πιθανό να εξαλειφθεί ο κίνδυνος.

Είναι εύκολο να δούμε τι διαφοροποιεί τα δύο ζεύγη που σχηματίζονται από την μια μεριά υπό του Στρατιώτου του Μετώπου και του Εργάτου και από την άλλη υπό του Επαναστάτου και του Άναρχου. Θα ήταν, όμως, λάθος να συμπεράνει από αυτό κάποιος ότι ο «δεύτερος Jünger»,του έργου « Auf den Marmorklippen» αποτελεί αντίθεση του πρώτου. Αυτός ο «δεύτερος Jünger» εκφράζει περισσότερο πρόοδο, στην οποίαν δόθηκε μια ελεύθερη πορεία, μίας κλίσης εξ αρχής παρούσας, αλλά συσκοτισμένης από το έργο του συγγραφέως-στρατιώτου και του εθνικιστού μαχητού. Στα πρώτα βιβλία του Jünger, όπως και στα «Der Kampf als innere Erlebnis» [12] και «Sturm» [13], μπορεί κάποιος να διακρίνει πίσω από την αφήγηση μία αναντίρρητη τάση προς την vita contemplativa. Από την αρχή ο Jünger εκφράζει έναν πόθο για διαλογιστική αντανάκλαση , την οποίαν οι περιγραφές μαχών ή τα καλέσματα για δράση δεν μπορούν να αποκρύψουν. Ο πόθος αυτός είναι εμφανής στην πρώτη έκδοση στο έργο «Das Abenteuerliche Herz», στο οποίο μπορεί κάποιος να διαβάσει όχι μόνον ένα ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη κυριολεκτικά ποίηση, αλλά, επίσης, μία αντανάκλαση-αυτήν που θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει τόσο ως μεταλλική, όσο και ως κρυστάλλινη-για την αμεταβλητότητα των πραγμάτων και αυτού που στον απόλυτο πυρήνα του παρόντος εξυψούται σε κοσμικά σημάδια και σε μια αναγνώριση του απεριόριστου, θρέφοντας ούτως την «στερεοσκοπική όραση», στην οποίαν δύο επίπεδες εικόνες ενώνονται σε μία μοναδική εικόνα, για να αποκαλύψουν την διάσταση του βάθους.
Δεν υφίσταται ούτως καμία αντίθεση μεταξύ των τεσσάρων Μορφών, αλλά μόνον μία προοδευτική εμβάθυνση, ένα είδος αυξανόμενα εξαιρετικού σχεδίου , που οδήγησε τον Jünger, έναν αρχικά ηθοποιό της εποχής του, έπειτα δικαστή και κριτή των καιρών του, να θέσει τελικώς εαυτόν υπεράνω της εποχής του, προκειμένου να καταθέσει σχετικά με το τι προηγήθηκε του αιώνος του και τι θα ακολουθήσει αυτού.
Στο έργο του «Der Arbeiter» διαβάζουμε: «Όσο περισσότερο αφιερώνουμε τους εαυτούς μας στην αλλαγή, τόσο πρέπει να είμεθα ενδόμυχα πεπεισμένοι, ότι πίσω από αυτήν κρύβεται ένα ήρεμο είναι». Ολόκληρη την ζωή του ο Jünger ποτέ δεν έπαυσε να προσεγγίζει τούτο το «ήρεμο είναι». Καθώς περνούσε από την εκδηλωμένη δράση στην φανερή μη-δράση – ενώ πορευόταν, θα έλεγε κανείς, από το υπάρχειν στο Είναι-κατόρθωσε μία υπαρξιακή πρόοδο, η οποία τελικώς του επέτρεψε να κατέχει την θέση του Άναρχου, το ακίνητο κέντρο, το «κεντρικό σημείο του περιστρεφόμενου τροχού», από το οποίο ξεκινά κάθε κίνηση.

Γράφει ο Jünger το 1963 στο βιβλίο του με τίτλο «Type-Name-Gestalt» (Τύπος-Όνομα-Μορφή) [16]: « Η Μορφή και ο Τύπος είναι ανώτερες μορφές της οράσεως. Η έννοια των Μορφών απονέμει μία μεταφυσική δύναμη, η κατανόηση των Τύπων μία διανοητική δύναμη». Θα επανεξετάσουμε την διάκριση αυτήν μεταξύ Μορφής και Τύπου. Αλλά ας επισημάνουμε αμέσως ότι ο Jünger συνδέει την δυνατότητα διακρίσεώς των με μία υψηλότερη μορφή οράσεως, π.χ. με μία όραση που πηγαίνει μακρύτερα των αμέσων εμφανίσεων, για να αναζητήσει και να αναγνωρίσει αρχέτυπα. Υπαινίσσεται, επιπλέον, ότι αυτή η υψηλότερη μορφή οράσεως ενώνεται με το αντικείμενό της, π.χ. με την Μορφή και με τον Τύπο. Γίνεται, περαιτέρω, πιο συγκεκριμένος: «Ο Τύπος δεν εμφανίζεται στην φύση ή η Μορφή στο σύμπαν. Και οι δύο πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν εντός των φαινομένων, όπως μια δύναμη στα αποτελέσματά της ή ένα κείμενο στους χαρακτήρες του.» Επιβεβαιώνει, τελικώς, ότι υπάρχει «μια τυποποιητική δύναμη του σύμπαντος» η οποία «αναζητά να διαπεράσει το αδιαφοροποίητο» και «ενεργεί κατευθείαν στην όραση», προκαλώντας «μια ανείπωτη γνώση: διαίσθηση», έπειτα αποδίδοντας ένα όνομα: «Τα πράγματα δεν φέρουν ένα όνομα, τα ονόματα αποδίδονται σε αυτά.»

Τούτο αναφορικά με τις άμεσες εμφανίσεις δεν θα έπρεπε να παρερμηνευθεί. Ο Jünger δεν μας προσφέρει μία καινούργια εκδοχή του πλατωνικού μύθου του σπηλαίου. Δεν προτείνει την αναζήτηση στοιχείων ενός άλλου κόσμου σε αυτόν τον κόσμο. Στο «Der Arbeiter», αντιθέτως, ήδη απεκήρυξε «τον δυϊσμό του κόσμου και των συστημάτων του». Παρομοίως, στο έργο του «Strahlungen» («Ακτινοβολίες», 1949) έγραψε: «Το ορατό περιέχει όλα τα σημάδια που οδηγούν στο αόρατο. Και η ύπαρξη του τελευταίου πρέπει να είναι προς επίδειξη στον ορατό κόσμο». Για τον Jünger, ούτως, υπάρχει μεταμόρφωση μόνον στο ενυπάρχον. Και όταν προτίθεται να αναζητήσει «τα πράγματα που βρίσκονται πίσω από τα πράγματα», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του στο έργο του «Sizilischer Brief an den Mann im Mond» (Σικελικό Γράμμα στον Άνθρωπο στην Σελήνη), είναι ότι έχει πεισθεί, όπως ο Νοβάλις, ότι «το πραγματικό είναι μαγικό, όσο μαγικό είναι το πραγματικό».

Θα μπορούσε κάποιος να σφάλει σοβαρά συγκρίνοντας τον Τύπο με μία «έννοια» και την Μορφή με μία «ιδέα». «Ένας Τύπος», γράφει ο Jünger, «είναι πάντα δυνατότερος από μία ιδέα, και ακόμα περισσότερο από μία έννοια». Πράγματι, ο Τύπος γίνεται κατανοητός μέσω της οράσεως, με άλλα λόγια ως εικόνα, ενώ η έννοια μπορεί να συλληφθεί μόνον μέσω της σκέψεως. Προκειμένου να κατανοήσουμε την Μορφή ή τον Τύπο δεν πρέπει να αφήσουμε τον αισθητό κόσμο για κάποιον άλλον κόσμο που συνιστά τον πρώτο σκοπό του, αλλά να αναζητήσουμε εντός του αισθητού κόσμου την αόρατο διάσταση που συνιστά την «τυποποιητική δύναμη»: «Αναγνωρίζουμε άτομα: ο Τύπος συμπεριφέρεται σας την μήτρα της οράσεώς μας… Τούτο καταδεικνύει στην πραγματικότητα ότι δεν είναι τόσο ο Τύπος που αντιλαμβανόμεθα, αλλά, εντός της και όπισθέν της, η δύναμη της τυποποιητικής πηγής».

 

Η Γερμανική λέξη για την Μορφή είναι Gestalt, η οποία μεταφράζεται εν γένει ως «μορφή» [19]. Η λεπτή διαφορά δεν είναι ασήμαντη, διότι επιβεβαιώνει το ότι η Μορφή είναι προσδεδεμένη στον κόσμο των μορφών, π.χ. στον αισθητό κόσμο, αντί του να αποτελεί μία Πλατωνική ιδέα, η οποία θα μπορούσε να βρεί σε αυτόν τον κόσμο μόνον την ασήμαντη και παραμορφωμένη αντανάκλασή της. Ο Γκαίτε στην εποχή του δυσαρεστήθηκε μαθαίνοντας ότι ο Σίλλερ θεωρούσε πως το Urpflanze (αρχέτυπο) του ήταν μία ιδέα. Η Μορφή συχνά παρεξηγείται κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπο, όπως ο ίδιος ο Jünger τόνιζε με έμφαση. Η Μορφή βρίσκεται στην μεριά της οράσεως, όπως βρίσκεται στην μεριά του Είναι , το οποίο είναι ομοούσιο με τον κόσμο. Δεν βρίσκεται στην μεριά του verum [ΣτΜ: του αληθούς], αλλά του certum. [ΣτΜ: του βεβαίου]

Ας εξετάσουμε τώρα τι διαχωρίζει την Μορφή από τον Τύπο. Συγκρινόμενος με την Μορφή, η οποία είναι περισσότερο περιεκτική, αλλά εξίσου θολή, ο Τύπος είναι πιο περιορισμένος. Τα περιγράμματά του είναι σχετικά καλοφτιαγμένα, γεγονός που τον καθιστά ένα είδος μεσάζοντος μεταξύ του φαινομένου και της Μορφής: «Αποτελεί» λέει ο Jünger «την πρότυπο εικόνα του φαινομένου και την εγγυήτρια εικόνα της Μορφής.» Η Μορφή διαθέτει μία μεγαλύτερη προέκταση σε σχέση με τον Τύπο. Υπερβαίνει τον Τύπο, όπως η μήτρα που δίδει την μορφή υπερβαίνει την μορφή. Επιπροσθέτως, εάν ο Τύπος προσδιορίζει μία ομάδα, η Μορφή τείνει να προσδιορίζει μία εξουσία ή μία εποχή. Διαφορετικοί τύποι δύνανται να συνυπάρχουν παράλληλα με τον καθένα τους τον ίδιο χρόνο και στο ίδιον χώρο, αλλά υπάρχει χώρος μόνον για μία Μορφή. Υπό αυτήν την άποψη, η σχέση μεταξύ Μορφής και Τύπου συγκρίνεται με αυτήν του Ενός και των πολλών. (Για τον λόγον αυτόν γράφει ο Jünger: «Ο Μονοθεϊσμός μπορεί να γνωρίζει, μιλώντας σε αυστηρά πλαίσια, μόνον μία Μορφή. Γι΄ αυτό και υποβιβάζει τους θεούς στην κατηγορία των Τύπων.») Τούτο ισοδυναμεί με το να ισχυρισθούμε ότι η Μορφή δεν αποτελεί μόνον έναν πιο εκτεταμένο Τύπο, αλλά ότι υπάρχει, επίσης, μία διαφορά στην φύση της Μορφής και του Τύπου. Η Μορφή μπορεί να αναδείξει Τύπους, αποδίδοντάς τους μία αποστολή και ένα νόημα. Ο Jünger δίδει το παράδειγμα του ωκεανού ως μία έκταση διακριτή από όλες τις συγκεκριμένες θάλασσες: «Ο Ωκεανός είναι μορφοποιητής των Τύπων. Δεν έχει Τύπο, είναι μία Μορφή.»

Δύναται ο άνθρωπος να σχηματίσει μία Μορφή, όπως κάνει με έναν Τύπο; Ο Jünger ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική απάντηση στο ερώτημα αυτό, αλλά οπωσδήποτε κλίνει προς την αρνητική απάντηση. «Η Μορφή», γράφει, «μπορεί να συντηρείται, αλλά δεν μπορεί να σχηματίζεται.» Τούτο σημαίνει ότι η Μορφή δεν μπορεί ούτε να εξορκισθεί με λόγια ούτε να φυλακισθεί με την σκέψη. Ενώ ο άνθρωπος δύναται με να ονομάζει Τύπους, είναι πολύ δυσκολότερο να πράξει το ο,τιδήποτε με μία Μορφή: «Ο κίνδυνος είναι σημαντικότερος, διότι κάποιος προσεγγίζει το αδιαφοροποίητο σε μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με την ονοματοδοσία Τύπων.» Ο Τύπος εξαρτάται από τον άνθρωπο, ο οποίος τον υιοθετεί ονομάζοντάς τον, ενώ η Μορφή δεν μπορεί να καταστεί κτήμα μας. «Η ονομασία των Τύπων», τονίζει ο Jünger, «εξαρτάται από τον άνθρωπο, που τον αποκτά. Από την άλλη πλευρά, όταν μία Μορφή ονοματίζεται, ορθώς υποθέτουμε ότι πρώτα αποκτά έναν άνθρωπο.» Ο άνθρωπος δεν έχει πρόσβαση στην «πατρίδα των Μορφών»: «Αυτό που συλλαμβάνεται ως Μορφή είναι ήδη διαμορφωμένο.»

Στον βαθμό που ανήκει στο μεταφυσικό επίπεδο, μία Μορφή εμφανίζεται ξαφνικά. Δίδει στον άνθρωπο ένα σημάδι, αφήνοντάς τον ελεύθερο να την αναγνωρίσει ή να την αγνοήσει. Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορεί να την συλλάβει μόνον διά της διαισθήσεως. Το να γνωρίσουμε ή να αναγνωρίσουμε μία Μορφή επιβάλλει μία περισσότερο εμβριθή επαφή, συγκρινόμενη με την κατανόηση της συγγένειας. Ο Jünger δεν διστάζει στο σημείο αυτό να κάνει λόγο περί «προφητείας.» Μία Μορφή αποκαλύπτεται, απελευθερωμένη από την λήθη, κατά την χαϊντεγγεριανή έννοια από την ύπαρξη του Είναι – απελευθερωμένη από τα βαθύτατα επίπεδα του αδιαφοροποίητου, λέγει ο Jünger. Την ίδιαν, όμως, στιγμή, καθώς αποκαλύπτεται, καθώς εμφανίζεται και αποκτά αποτελεσματική δύναμη, «χάνει την ουσία της»-όπως ένας θεός που διαλέγει να ενσαρκωθεί σε ανθρώπινη μορφή. Μόνον αυτή η «απαξίωση» της οντολογικής καταστάσεώς της καθιστά δυνατόν για τον άνθρωπο να γνωρίσει τι τον συνδέει με μία Μορφή, την οποίαν δεν μπορεί να συλλάβει διά της σκέψεως ή του ονόματος. Η Μορφή, ούτως, αποτελεί την «ύψιστη αναπαράσταση που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος για το ανείπωτο και για την δύναμή του.»

Κατόπιν των προρρηθέντων, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι οι τέσσερις γιουνγκεριανές Μορφές είναι πράγματι Μορφές και όχι Τύποι; Με όλη την αυστηρότητα, μόνον ο Εργάτης ανταποκρίνεται πλήρως στον ορισμό της Μορφής, στον βαθμό που περιγράφει μιαν εποχή. Ο Στρατιώτης, ο Επαναστάτης και ο Άναρχος θα αποτελούσαν, αντιθέτως, Τύπους.

Ο Jünger γράφει ότι για τον άνθρωπο η ικανότητα να σχηματίζει Τύπους προέρχεται από μία «μαγική δύναμη». Σημειώνει, επίσης, ότι σήμερα αυτή η ανθρώπινη ικανότητα παρακμάζει και προτείνει ότι είμαστε μάρτυρες της ανόδου του αδιαφοροποίητου, με άλλα λόγια μία «χειροτέρευση των Τύπων», το πλέον ορατό σημάδι ότι ο παλαιός κόσμος υποχωρεί έναντι ενός καινούργιου, του οποίου οι Τύποι δεν έχουν ακόμα εμφανισθεί και κατά συνέπεια δεν μπορούν ακόμα να ονομασθούν. «Προκειμένου να καταφέρουμε να συλλάβουμε νέους Τύπους», γράφει, «το πνεύμα πρέπει να λιώσει τους παλαιούς… Μόνο στο αμυδρό φώς της αυγής μπορεί το αδιαφοροποίητο να λάβει νέα ονόματα.» Γι’ αυτόν τον λόγο, στο τέλος, θέλει να είναι βέβαιος: «Είναι προβλέψιμο ότι ο άνθρωπος θα ανακτήσει την ικανότητά του να σχηματίζει Τύπους και ούτως θα επιστρέψει στην υπέρτατη αξιοσύνη του.»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Πηγή: «Τύποι και μορφές εντός του έργου του Ernst Jünger: Ο Στρατιώτης του Μετώπου, ο Εργάτης, ο Επαναστάτης και ο Άναρχος» αρχικά παρουσιάσθηκε ως διάλεξη στην Ρώμη τον Μάϊο του 1997.

1. Ernst Jünger, Der Arbeiter: Herrschaft und Gestalt (Hamburg: Hanseatische Verlagsanstalt, 1932).

2. Γαλλιστί “arraisonne.” Εδώ το ρήμα «arraisonner» έχει την σημασία του «συναρπάζω» με την διττή σημασία του «κυριεύω» και του «αιχμαλωτίζω». Στην συνέχει του εν λόγω δοκιμίου ο Benoist χρησιμοποιεί το “arraisonnement” ως ισοδύναμο του «Gestell» ή «Ge-stell» του Heidegger, που μεταφράζεται στα αγγλικά συνήθως ως «πλαισιώνω». Σύμφωνα με τον Heidegger, το Gestell αποτελεί την όψη του κόσμου ως σωρός αποθεμάτων (Bestand) για την ανθρώπινη χειραγώγηση . Ο Heidegger αποκαλεί το Gestell ως «ουσία» της τεχνολογίας, διότι είναι η κοσμοθεωρία αυτή που καθιστά τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό εφικτό. Ιδέ Martin Heidegger, «Το ζήτημα της Τεχνολογίας».

3. Ernst Jünger, Der Waldgang (Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann 1951)

4. Ernst Jünger, Die totale Mobilmachung (Berlin: Verlag der Zeitkritik, 1931)

5. Ernst Jünger, Auf den Marmorklippen (Hamburg: Hanseatische Verlagsanstalt, 1939)

6. Friedrich Georg Jünger, Die Perfektion der Technik [Η τελειότητα της τεχνολογίας](Frankfurt am Main: Klostermann,1946)

7. “l’arraisonnement technicien”

8. Ernst Jünger, Eumeswil (Stuttgart: Klett-Cotta, 1977)

9. Ernst Jünger, Heliopolis: Rückblick auf eine Stadt [Heliopolis: Review of a City] (Tübingen: Heliopolis, 1949)

10. “‘Über die Linie’: Penser l’être dans l’ombre du nihilisme” [ «Πάνω από την γραμμή: Περίσκεψη του Είναι στην Σκιά του Μηδενισμού»], στο «Σημειωματάρια Ernst Jünger 1“ (1996), 49.

11. l’arraisonnement

12. Ernst Jünger, Der Kampf als inneres Erlebnis (Berlin: Mittler, 1922)

13. Ernst Jünger, Sturm (συγγραφέν εν 1923) (Stuttgart: Ernst Klett, 1978)

14. Ernst Jünger, Das Abenteuerliche Herz: Aufzeichnungen bei Tag und Nacht [Η περιπετειώδης καρδιά:Εικονογραφήσεις της Ημέρας] (Berlin: Frundsberg,1929).

15. Το ακόλουθο Παράρτημα αποτελεί το πρώτο μέρος της αρχικής διαλέξεως, ακολουθούμενο από την τελευταία παράγραφο του τρίτου μέρους.

16. Ernst Jünger, Typus—Name—Gestalt (Stuttgart: Ernst Klett, 1963).

17. In Ernst Jünger, Strahlungen (Tübingen: Heliopolis, 1949).

18. Ernst Jünger, “Sizilischer Brief an den Mann im Mond”, in Blätter und Steine [Φύλλα και Πέτρες] (Hamburg: Hanseatische Verlagsanstalt, 1934).

19. Ο πρώτος τόμος του έργου του Oswald Spengler ήδη έφερε τον υπότιτλο: «Gestalt und Wirklichkeit» [Μορφή και Πραγματικότητα]. « Gestalt» γράφει ο Gilbert Merlio, « είναι η Μορφή των μορφών, αυτή που «πληροφορεί» την πραγματικότητα κατά τον τρόπο της αριστοτέλειας εντελέχειας. Αποτελεί την μορφολογική ενότητα που προσλαμβάνει κάποιος κάτω από την αντίθεση της ιστορικής πραγματικότητας, η μορφοποιητική ιδέα (άλλως Urpflanze!) που της προσδίδει συνοχή και κατεύθυνση» (“Les images du guerrier chez Ernst Jünger” [« Οι εικόνες του Πολεμιστού στον Ernst Jünger»], στο Danièle Beltran-Vidal, ed., Images d’Ernst Jünger [Εικόνες του Ernst Jünger] [Berne: Peter Lang, 1996], 35).