Γιατί να διαβάζ˙ουμε Χέγκελ;

HegelAbsolut [1]4,494 words

English original here [2]

Μετάφραση Α.Γ

Ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (Georg Willhelm Friedrich Hegel, 1770-1831) άσκησε τεράστια επίδραση στο σύγχρονο κόσμο, όχι μόνο στην ιστορία των ιδεών αλλά και στο πεδίο της πολιτικής. Πόσο μεγάλη επίδραση; Χωρίς τον Χέγκελ δεν θα υπήρχε ο Μαρξ˙ χωρίς τον Μαρξ δεν θα υπήρχε ο Λένιν, ούτε ο Μάο, ο Κάστρο, ούτε ο Πολ Ποτ. Ας  αναλογιστούμε μόνο για λίγο την διαφοροποίηση που επέφερε ο κομμουνισμός στον σύγχρονο κόσμο, ακόμα και στα μη-κομμουνιστικά κράτη, των οποίων οι πολιτικές επηρεάστηκαν βαθύτατα από την επιθυμία να υπερισχύσουν του κομμουνισμού.

Ο κομμουνισμός αποτελεί αναμφίβολα την σπουδαιότερη και επιδραστικότερη – εκτός από την δολοφονικότερη – πολιτική καινοτομία του 20ου αιώνα. Και πριν από τον Μαρξ, κάποια από τα πνευματικά του θεμέλια είχαν τεθεί από τον Χέγκελ. Πρέπει να προσθέσω πάντως, ότι ο Χέγκελ θα είχε απορρίψει τον Μαρξισμό, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για ορισμένα από τα μικρότερης εμβέλειας πνεύματα τα οποία επηρέασε. Επιπρόσθετα, δεν είναι αρνητικές όλες οι πτυχές της πολιτιστικής και πολιτικής παρακαταθήκης του˙ και, ερμηνευόμενος ορθώς, ο Χέγκελ έχει την δυνατότητα να ασκήσει μία ισχυρότατη θετική επίδραση στην σύγχρονη πολιτική και κουλτούρα.

Ειδομένη επιφανειακά, η ζωή του  Χέγκελ δεν ήταν αξιοσημείωτη.  Γεννήθηκε το 1770 στη Στουτγκάρδη, από οικογένεια νομικών, κρατικών λειτουργών και Λουθηρανών παστόρων που ανήκε στην μεσαία τάξη. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, αρχικά στην ιερατική σχολή. Συγκατοίκησε με τον Φρίντριχ Βίλχελμ Γιόζεφ Σήλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling), καθώς και με τον Φρίντριχ Χέλντερλιν (Friedrich Holderlin) οι οποίοι είχαν επίσης τεράστια συνεισφορά στη Γερμανική Φιλοσοφία και Γράμματα. Έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του δόκτορος στη φιλοσοφία, κατείχε μία σειρά από θέσεις ακαδημαϊκού δασκάλου, συνεργάστηκε με διάφορα έντυπα, κληρονόμησε και σπατάλησε την πατρική του περιουσία και πλησιάζοντας στη μέση της τέταρτης δεκαετίας του, βρέθηκε χρεοκοπημένος.

Η σωτηρία παρουσιάστηκε με τη μορφή ενός συμβολαίου για τη συγγραφή ενός βιβλίου, συνοδευόμενου από μία γενναιόδωρη προκαταβολή και μία δρακόντεια ποινική ρήτρα για την περίπτωση αργοπορίας. Ο Χέγκελ άρχισε να γράφει…και να γράφει…και να γράφει. Ο αρχικός του σχεδιασμός βρέθηκε εκτός ελέγχου, το κάθε κεφάλαιο κατέληγε μεγαλύτερο από το προηγούμενο, και ο Χέγκελ γράφοντας πυρετωδώς για να τελειώσει το έργο του, βρέθηκε επικίνδυνα κοντά στη λήξη της προθεσμίας, όταν στα περίχωρα της πόλης όπου κατοικούσε, ο Ναπολέοντας πολέμησε και νίκησε τον Πρωσσικό στρατό στη Μάχη της Ιένας. Εν τω μέσω αυτού του χάους και καθώς ο Γαλλικός στρατός κατελάμβανε την πόλη, ο Χέγκελ συμμάζεψε βιαστικά το μοναδικό αντίγραφο του χειρογράφου του και το ταχυδρόμησε. Έφτασε στον εκδότη του, και το επόμενο έτος, το 1807, κυκλοφόρησε το πιο διάσημο έργο του Χέγκελ, η Φαινομενολογία του Πνεύματος.

Η Φαινομενολογία του Πνεύματος αποτελεί ένα από τα κλασσικά έργα του Γερμανικού ιδεαλισμού : περισσότερες από 500 φλύαρες, ανερμάτιστες, βασανιστικές και αινιγματικά δυσνόητες σελίδες. Το προσωπικό μου ανάτυπο είναι γεμάτο σημάδια από τις τόσες φορές που το έχω εκσφενδονίσει εκνευρισμένος στον τοίχο ή στο πάτωμα. Ο Χέγκελ αναμφισβήτητα κατέχει το χειρότερο λογοτεχνικό ύφος στην ιστορία της φιλοσοφίας. Σε αντίθεση με τον Καντ που μπορούσε να γράψει καλά όταν το ήθελε, αλλά επέλεγε συχνά να μην το κάνει, ο Χέγκελ δεν ήταν σε θέση να γράψει μία ξεκάθαρη πρόταση ακόμη κι αν εξαρτιόταν απ’αυτό η ίδια του η ζωή. Σύμφωνα με τον Χάϊνριχ Χάϊνε (Heinrich Heine), υποτίθεται πως στο νεκροκρέβατο του ο Χέγκελ αναστέναξε: «Μόνο ένας άνθρωπος μ’έχει καταλάβει», για να προσθέσει όμως λίγα λεπτά αργότερα εκνευρισμένος: «Και ακόμη κι αυτός δεν με κατάλαβε.» Ποτέ άλλοτε ένας άνθρωπος δεν έχει παρεξηγηθεί από τόσους πολλούς.

Η Φαινομενολογία του Πνεύματος έθεσε τις βάσεις του φιλοσοφικού συστήματος, καθώς και της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας και υπόληψης του Χέγκελ, αλλά έπρεπε να περάσουν δέκα έτη για να καταλάβει κάποια ακαδημαϊκή θέση. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του διδάσκοντας, συγγράφοντας και δημοσιεύοντας. Και μετά , το 1831,πέθανε. Στο σημείο αυτό εάν επρόκειτο για οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα, θα κατέληγα λέγοντας «και τα λοιπά ανήκουν στην ιστορία.» Στην περίπτωση του Χέγκελ όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.       

hegel2 [3]

Χέγκελ

Η Φαινομενολογία του Πνεύματος

Με δεδομένες την εντυπωσιακές δυσκολίες, γιατί θα έμπαινε κάποιος στον κόπο να διαβάσει ένα βιβλίο σαν την Φαινομενολογία του Πνεύματος; Γιατί, εάν ο Χέγκελ έχει δίκαιο, τότε η ιστορία του κόσμου ολοκληρώνεται με την συγγραφή του βιβλίου του. Συγκεκριμένα, ο Χέγκελ ισχυρίζεται πως η μάχη της Ιένας επέφερε τη κατάληξη της παγκόσμιας ιστορίας στο πεδίο του πραγματικού επειδή ήταν το σημείο καμπής στην μάχη ανάμεσα στις αρχές της Γαλλικής επανάστασης-ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, κοσμικότητα και πρόοδος-και στις αρχές του παραδοσιακού απολυταρχισμού, την επονομαζόμενη συμμαχία θρόνου και άμβωνος.

Ο Ναπολέων αποτελούσε για τον Χέγκελ την έφιππη ενσάρκωση του Παγκόσμιου Πνεύματος. Ο ίδιος ο Ναπολέων πάντως, σε αντίθεση με τον

Χέγκελ, δεν κατανόησε την σημασία του. Και όταν ο Χέγκελ κατανόησε την παγκόσμιας εμβέλειας ιστορική σημασία των αρχών της Γαλλικής επανάστασης και του στρατιωτικού άβαταρ της, Ναπολέοντα, και το έγραψε στην Φαινομενολογία του Πνεύματος, πίστεψε ότι ο υπόρρητος σκοπός της ιστορίας είχε εκπληρωθεί. Ακριβώς όπως ο Χριστός ήταν η ενσάρκωση του θείου Λόγου, με τον ίδιο τρόπο ο ιστορικός κόσμος –και το βιβλίο-που προήλθε από την Γαλλική επανάσταση, αποτελούν την ενσάρκωση του Λόγου της ανθρώπινης ιστορίας, ενώ ο Χέγκελ με τον Ναπολέοντα έπαιξαν τον ρόλο του Αγίου Πνεύματος, διαμεσολαβώντας ανάμεσα στα δύο, πραγματοποιώντας το ιδεατό (την έννοια).

Φυσικά εκ πρώτης όψεως-ίσως κι εκ δευτέρας-όλα αυτά πρέπει να φαίνονται θεότρελα, και θα ακολουθήσουν κι άλλα. Φρονώ όμως ότι εάν η εμπειρία σας είναι ανάλογη της δικής μου, θα βρίσκετε πως αυτοί οι ισχυρισμοί, οι οποίοι αρχικά φαίνονται τόσο τρελοί, εμπεριέχουν κάποια μέθοδο, ακόμη και κάποια λογική. Ο Χέγκελ όπως και ο ικανότερος και χαρισματικότερος εκλαϊκευτής του, Αλεξάντρ Κοζέβ (Alexandre Kojeve), ασκούν μία παράξενη γοητεία την οποία ελπίζω ότι θα καταλήξετε να συμμεριστείτε. Εάν ήταν τρελοί, τότε ελπίζω να σας πείσω πως υπήρξαν περιπτώσεις θείας τρέλας.

Τι είναι η «Ιστορία»;       

Ο κύριος λόγος για να διαβάσουμε τον Χέγκελ είναι ότι προσφέρει βαθιές ενοράσεις πάνω στην φιλοσοφία της ιστορίας και του πολιτισμού. Τι εννοεί όμως ο Χέγκελ μιλώντας για «ιστορία»; Εάν η ιστορία είναι κάτι που τελειώνει μέσω μίας μάχης κι ενός βιβλίου, τότε ο Χέγκελ πρέπει να έχει κατά νου μία πολύ συγκεκριμένη-και πολύ ιδιόρρυθμη-αντίληψη της ιστορίας. Αληθώς.

Η Ιστορία για τον Χέγκελ, είναι η ιστορία των θεμελιωδών ιδεών, βασικών ερμηνειών της ανθρώπινης ύπαρξης, ερμηνειών της ανθρωπότητας και της θέσης μας στον Κόσμο˙ βασικών «οριζόντων» ή «κοσμοθεωριών». Για τον Χέγκελ η Ιστορία ισοδυναμεί με αυτό το οποίο ο Χάϊντέγκερ (Heidegger) αποκαλεί η «Ιστορία του Όντος»-όπου ως «Ον» εννοούνται εδώ θεμελιώδεις κι ηγεμονικές κοσμοθεωρίες. Προς χάριν της ομοιομορφίας, θα πω ότι η Χεγκελιανή ιστορία είναι η ιστορία των «θεμελιωδών ερμηνειών της ανθρώπινης ύπαρξης». Όταν αυτές οι ερμηνείες αρθρώνονται ρητώς με αφηρημένους όρους, αποτελούν αυτό το οποίο αποκαλούμε φιλοσοφίες.

Θα ήταν λάθος όμως να θεωρήσουμε αυτές τις θεμελιώδεις ερμηνείες της ανθρώπινης ύπαρξης ως απλώς αφηρημένες φιλοσοφικές θέσεις. Συναντώνται επίσης σε λιγότερο αφηρημένες εκφράσεις όπως ο μύθος, η θρησκεία, η ποίηση και η λογοτεχνία. Και είναι δυνατόν να αποτυπωθούν υλικά: με τη μορφή της τέχνης και της αρχιτεκτονικής και των άλλων πολιτιστικών προϊόντων, όπως επίσης στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και πρακτικές.

Στην πραγματικότητα, ο Χέγκελ διατείνεται πως αυτές οι θεμελιώδεις ερμηνείες της ύπαρξης υπάρχουν κατά κύριο λόγο με υλική παρά με αφηρημένη μορφή. Υπάρχουν «υπόρρητες» προϋποθέσεις ενσωματωμένες στη γλώσσα, το μύθο, τη θρησκεία, τα έθιμα κ.τ.λ. Παρ’όλο που δύνανται να εκφραστούν, τουλάχιστον εν μέρει, αυτό δεν είναι απαραίτητο και σπανίως συμβαίνει. Αυτές οι θεμελιώδεις ερμηνείες της ύπαρξης συνιστούν αυτό που ο Νίτσε αποκαλεί «ορίζοντες»: ανείπωτες, ανέκφραστες, αυθόρμητες συμπεριφορές και αξίες που αποτελούν τις οριοθετούσες παραμέτρους και την ζωτική δύναμη ενός πολιτισμού.

Η ιστορία κατά τον Χέγκελ περιλαμβάνει και περισσότερο απτά και κοινότυπα ιστορικά δεδομένα και γεγονότα, μόνο όμως στο βαθμό που αυτά αποτυπώνουν θεμελιώδεις ερμηνείες της ανθρώπινης ύπαρξης-και υπάρχουν λίγα πράγματα στον κόσμο που δεν αποτυπώνουν τέτοιες ερμηνείες. Ακόμη και τα άστρα, που φαίνονται να υπάγονται στα βασίλεια της φυσικής επιστήμης και φυσικής ιστορίας, υπάγονται στην ανθρώπινη ιστορία και τον ανθρώπινο κόσμο, στο μέτρο που γίνονται αντιληπτά από την γήϊνη οπτική γωνία, και μέσω των φακών των διαφόρων μύθων και πολιτισμών, ως αστερισμοί, οιωνοί ή ακόμη και ως θεοί. Πράγματι, μια και όλες οι επιστήμες είναι και αυτές ανθρώπινες δραστηριότητες, και μια και οι επιστήμες ερμηνεύουν το σύνολο της φύσης, το σύνολο της φύσης συμπεριλαμβάνεται στον ανθρώπινο κόσμο.

Ο «Ανθρώπινος Κόσμος»: Ιδέα, Πνεύμα

Χρησιμοποιώ την έκφραση ο «ανθρώπινος κόσμος». Τι σημαίνει αυτός ο όρος; Ως  ανθρώπινος κόσμος νοείται ο κόσμος της φύσης όπως ερμηνεύεται από τον ανθρώπινο Λόγο και όπως μεταμορφώνεται από την ανθρώπινη εργασία. Ο ανθρώπινος κόσμος υλοποιείται όταν οι άνθρωποι οικειοποιούνται την φύση, όταν την κάνουμε δικιά μας επενδύοντας την με νόημα και/ή την μεταμορφώνουμε μέσω της εργασίας, ούτως ώστε να την ενσωματώσουμε στο ιστό των ανθρώπινων ενδιαφερόντων, ανθρώπινων σκοπών, και ανθρώπινων σχεδιασμών.

Η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι πολύ απλή. Μία πέτρα στο δρόμο σας είναι απλώς ένα κομμάτι της φύσης, το οποίο όμως μπορεί να εισαχθεί στον ανθρώπινο κόσμο αποδίδοντας του  έναν σκοπό. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν πρες-παπιέ ή σαν παράδειγμα σε κάποιο μάθημα. Με την ενέργεια αυτή, έχω οικειοποιηθεί την πέτρα, εξυψώνοντας την από τον φυσικό κόσμο όπου στερείται σκοπού και νοήματος, και την έχω φέρει στον ανθρώπινο κόσμο όπου τα αποκτάει.

Η πρωταρχική φιλοσοφική ενασχόληση του Χέγκελ είναι ο ανθρώπινος κόσμος. Βεβαίως είναι γνωστός ως «ιδεαλιστής». Ο ιδεαλισμός θεωρείται ευρύτερα πως  ισχυρίζεται ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος από «υλικό ιδεών»˙ «υλικό» το οποίο υποτίθεται πως είναι απόκοσμο, υπερβατικό, άϋλο, πνευματικό. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Χέγκελ υποστήριζε πως ο ανθρώπινος κόσμος ήταν κατά κάποιον τρόπο υπερβατικός και αφηρημένος;

Αλλά όχι, δεν είναι τέτοιου είδους ιδεαλιστής. Ο Χέγκελ έχει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο χρήσης της λέξης «ιδέα» (Idee). Όταν κάνει λόγο για απόκοσμες, άϋλες, πνευματικές «ιδέες» χρησιμοποιεί την Γερμανική λέξη «Begriff», που αποδίδεται ικανοποιητικά ως «έννοια». Οι έννοιες  αν και συγγενικές, είναι διακριτές από τις Ιδέες. Η αντίληψη του Χέγκελ περί διάκρισης και συγγένειας  εννοιών και Ιδεών, μπορεί να εκφραστεί με την ακόλουθη εξίσωση:

Έννοια + Συγκεκριμένο = Ιδέα

Για τον Χέγκελ οι Ιδέες δεν είναι αφηρημένες και υπερβατικές, γιατί η Χεγκελιανή Ιδέα αποτελείται από κομμάτια συμπαγούς, στέρεης πραγματικότητας ερμηνευμένης, επεξεργασμένης, και άλλως μεταμορφωμένης υπό το φως των εννοιών. Ή, αντιστρόφως διατυπωμένο, η Χεγκελιανή Ιδέα αποτελείται από έννοιες στέρεα διαμορφωμένες εντός της πραγματικότητας, είτε χρησιμοποιώντας έννοιες απλώς για να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα, είτε ως σχέδια μεταμόρφωσης της. Η Χεγκελιανή Ιδέα ταυτίζεται με τον ανθρώπινο κόσμο, ο οποίος είναι ένας κόσμος στέρεων υλικών αντικειμένων ερμηνευόμενων και μεταμορφωνόμενων από τα ανθρώπινα όντα.

Ένας άλλος όρος τον οποίο ο Χέγκελ χρησιμοποιεί ως ισοδύναμο της Ιδέας είναι το «Πνεύμα». Και πάλι αυτή η λέξη έχει έναν αφηρημένο και υπερβατικό συνειρμό, όχι όμως για τον Χέγκελ. Για τον ίδιο, τα Πνεύματα και οι Ιδέες μπορεί να είναι τόσο συμπαγή και στέρεα όπως μία πέτρα , με την προϋπόθεση ότι η πέτρα έχει μεταμορφωθεί υπό το φως των ανθρώπινων εννοιών. Με τον τρόπο αυτό η προαναφερθείσα πέτρα/πρες-παπιέ αποτελεί ένα κομμάτι Πνεύματος, ένα κομμάτι Ιδέας. Η ουσιαστική ιστορία πάντως, δεν είναι η ιστορία των κοινότυπων εννοιών, κοινότυπων Ιδεών, και ταπεινών κομματιών Πνεύματος όπως ένα πρες-παπιέ. Η ιστορία είναι η ιστορία των θεμελιωδών εννοιών, θεμελιωδών Ιδεών: θεμελιώδεις ερμηνείες της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως αρθρώνονται αφηρημένα και όπως συγκεκριμένως υλοποιούνται.

Ανακεφαλαιώνοντας :

Ο Ανθρώπινος Κόσμος = Πνεύμα = Ιδέα = Έννοιες + Συγκεκριμένο

Η Ιστορία ως Διαλεκτική    

Ο Χέγκελ ισχυρίζεται πως όλες οι θεμελιώδεις ερμηνείες της ανθρώπινης ύπαρξης που εμπίπτουν στην ιστορία, είναι μερικές και ανεπαρκείς ερμηνείες, σχετικές ως προς τον χρόνο, τόπο, και πολιτισμό. Αυτή η θέση γνωστή ως «ιστορικισμός», αποτελεί την πηγή του συνήθους ισχυρισμού πως ένα άτομο ή μία πολιτιστική παραγωγή είναι ένα πλάσμα ή ένα  προϊόν ενός συγκεκριμένου τόπου ή πολιτισμού.

Μια και υπάρχει μία πληθώρα διακριτών και διαφορετικών χρόνων, τόπων, και πολιτισμών, υπάρχει επίσης μία πληθώρα διακριτών και διαφορετικών θεμελιωδών ερμηνειών της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ύπαρξη μίας πληθώρας διαφορετικών θεμελιωδών ερμηνειών της ανθρώπινης ύπαρξης στην πεπερατή επιφάνεια μίας σφαίρας σημαίνει πως τελικά αυτές οι διαφορετικές ερμηνείες και οι πολιτισμοί που τις υποστασιοποιούν, θα έρθουν σε επαφή και αναπόφευκτα σε σύγκρουση.

Η ιστορία αποτελεί την καταγραφή αυτών των αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων ανάμεσα στις διαφορετικές κοσμοθεωρίες. Άρα συνεπάγεται πως η λογική δομή της ιστορίας ταυτίζεται με την λογική δομή της σύγκρουσης των διαφορετικών κοσμοθεωριών. Η λογική δομή της σύγκρουσης των διαφορετικών κοσμοθεωριών αποκαλείται «διαλεκτική». Συνεπώς, η δομή της ιστορίας είναι διαλεκτική.

Η διαλεκτική είναι η λογική της συζήτησης. Είναι η διαδικασία μέσω της οποίας αποσπασματικές και ανεπαρκείς προσεγγίσεις συνεργάζονται προς όφελος της αμοιβαίας επικοινωνίας και κατανόησης, έτσι ώστε να δημιουργήσουν μία ευρύτερη, περιεκτικότερη και επαρκή προσέγγιση.        Η διαλεκτική είναι η διαδικασία μέσω της οποίας διαφορετικές ατομικές ή πολιτιστικές προσεγγίσεις, με όλες τις ιδιοσυγκρασίες τους, συνεργάζονται προς την κατεύθυνση μίας  περιεκτικότερης κοινής προσέγγισης.

Η διαλεκτική είναι η διαδικασία μέσω της οποίας υπόρρητοι κατά μείζονα λόγο πολιτιστικοί ορίζοντες-μύθος, θρησκεία, γλώσσα, θεσμοί, παραδόσεις, έθιμα, προκαταλήψεις-προοδευτικά αρθρώνονται και γίνονται αντικείμενα κριτικής, παραμερίζοντας το παράλογο, το ιδιοσυνκρατικό, το επαρχιακό, και ευκαιριακό, προς όφελος του οικουμενικού, του λογικού, και της πλήρους αυτό-συνειδησίας.

Αυτό που κινεί την διαδικασία είναι η αναζήτηση για μία ερμηνεία της ανθρώπινης φύσης η οποία να είναι επαρκής ως προς την φύση μας. Είναι η αναζήτηση για μία αληθή κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Και αυτή προϋποθέτει ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν μία θεμελιώδη ανάγκη για μία ορθή κατανόηση του εαυτού τους και του κόσμου τους, μία ανάγκη που προωθεί την διαλεκτική.

Εννοείται, πως μια και οι θεμελιώδεις ερμηνείες της ανθρώπινης ύπαρξης δεν παίρνουν απλώς την μορφή αφηρημένων θεωριών, αλλά αυτή των συγκεκριμένων θεσμών, πρακτικών, πολιτισμών, και τρόπων ζωής, η διαλεκτική ανάμεσα σε αυτές τις κοσμοθεωρίες δεν διεξάγεται μόνο σε πανεπιστημιακές παραδόσεις, συμπόσια, και καφετερίες. Διεξάγεται επίσης στο πεδίο του συγκεκριμένου με την μορφή των αγώνων ανάμεσα στα διάφορα πολιτικά κόμματα, ομάδες οργανωμένων συμφερόντων, θεσμούς, κοινωνικές τάξεις, γενεές, πολιτισμούς, είδη διακυβέρνησης, και τρόπους ζωής στο μέτρο που αυτά ενσαρκώνουν διαφορετικές αντιλήψεις περί ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτός ο αγώνας διεξάγεται με την μορφή ειρηνικών ανταγωνισμών και κοινωνικής εξέλιξης-και με την μορφή αιματηρών πολέμων και επαναστάσεων-και με την μορφή της κατακτήσεως και εξολοθρεύσεως ή αφομοιώσεως ενός πολιτισμού από έναν άλλο.

Η Απόλυτη Ιδέα, το Απόλυτο Πνεύμα, και το Τέλος της Ιστορίας       

Εάν όλες οι θεμελιώδεις ερμηνείες της ανθρώπινης ύπαρξης στην διάρκεια της ιστορίας είναι μεροληπτικές, ανεπαρκείς, και σχετικές προς ορισμένες εποχές και πολιτισμούς, εξυπακούεται πως εάν και εφόσον καταλήξουμε σε μία ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης που να είναι γενικευμένη και αληθής, τότε θα έχουμε κατά κάποιον τρόπο τεθεί εκτός της ιστορίας. Εάν η ιστορία είναι η ιστορία θεμελιωδών ιδεολογικών αγώνων, τότε η ιστορία τελειώνει όταν όλα τα θεμελιώδη ζητήματα έχουν κριθεί.

Στην επικράτεια του αφηρημένου, την επικράτεια των εννοιών, το τέλος της ιστορίας επέρχεται όταν αρθρωθεί μία οριστική, αληθής και περιλαμβάνουσα τα πάντα, ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ερμηνεία αυτή, σε αντίθεση με τις προηγηθείσες, δεν είναι μερική ή σχετική, αλλά η Απόλυτη Αλήθεια , η Απόλυτη Έννοια. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως η Απόλυτη Αλήθεια, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες και σχετικές αλήθειες, όντως επιτυγχάνει μία ολικά αρθρωμένη μορφή˙ δεν πρόκειται για έναν απλώς υπόρρητο και μη αρθρωμένο πολιτιστικό ορίζοντα˙ είναι ένα πλήρως αρθρωμένο, οικουμενικό σύστημα ιδεών.

Οπωσδήποτε όμως, το γεγονός και μόνο πως η απόλυτη αλήθεια είναι ολικά διατυπωμένη με αφηρημένους όρους, δεν υπονοεί ότι υφίσταται μόνο στην επικράτεια του αφηρημένου. Η Απόλυτη Έννοια πραγματώνεται επίσης και στο πεδίο του υπαρκτού. Στο πεδίο αυτό, η Απόλυτη Αλήθεια πραγματοποιείται κατά το τέλος της ιστορίας με την μορφή ενός οικουμενικού, και από όλες τις σημαντικές απόψεις, ομογενοποιημένου, παγκόσμιου πολιτισμού.

Αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστικά μία παγκόσμια διακυβέρνηση. Τα έθνη μπορεί να παραμένουν διακριτά, αλλά στο βαθμό μόνο που η ύπαρξη τους είναι θεμελιωδώς άνευ σημασίας. Κι αυτό επειδή σε όλα τα σημαντικά ζητήματα-δηλαδή σε όλα όσα σχετίζονται με την ορθή ερμηνεία της ανθρώπινης φύσης και της θέσης μας στον κόσμο-επικρατεί η ομοιομορφία. Ο Χέγκελ ονομάζει τον μετά-ιστορικό κόσμο στον οποίο υλοποιείται η Απόλυτη Αλήθεια, «Απόλυτη Ιδέα» και «Απόλυτο Πνεύμα».

Ο Χέγκελ δεν ισχυρίζεται πως η Απόλυτη Αλήθεια και το Απόλυτο Πνεύμα αποτελούν απλώς πιθανότητες, εικασίες ενός εύστροφου και ίσως πυρετώδους μυαλού. Ισχυρίζεται ότι είναι ήδη υπαρκτές. Η Απόλυτη Αλήθεια μπορεί να ανευρεθεί-που αλλού;-στα γραπτά του Χέγκελ. Και συγκεκριμένα στην Εγκυκλοπαίδεια των Φιλοσοφικών Επιστημών του. Η Φαινομενολογία του Πνεύματος αποτελεί μόνο έναν αναβαθμό  που οδηγεί προς την Απόλυτη Αλήθεια, αποδεικνύοντας την ύπαρξη της και με τι πρέπει να μοιάζει, αλλά χωρίς λεπτομέρειες. Και όπως έχουμε δει, ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ιστορία των ιδεολογιών ολοκληρώνεται με τα ιδανικά της Γαλλική Επανάστασης: τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα˙ την ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα˙ την κοσμικότητα,  και την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο.

Ο θεμελιωδώς επιστημονικός και τεχνολογικός χαρακτήρας του Απόλυτου Πνεύματος/Ιδέας δεν μπορεί να τονισθεί επαρκώς. Ένα ορισμένο τμήμα της Ιδέας/Πνεύματος ισοδυναμεί με ένα τμήμα της φύσης, δεδομένης πραγματικότητας, μεταμορφωμένης από την ανθρώπινη λογική και/ή εργασία. Οπότε η Απόλυτη Ιδέα/Πνεύμα ισοδυναμεί με το σύνολο της φύσης μεταμορφωμένο από τον ανθρώπινο λόγο και εργασία, δηλαδή την επιστήμη και την τεχνολογία.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το Απόλυτο Πνεύμα πραγματώνεται μόνο εφόσον το σύνολο του σύμπαντος κατανοηθεί επιστημονικώς και εξοικειωθεί και μεταμορφωθεί τεχνολογικώς, καθότι πρόκειται περί μίας μη πεπερατής επιδίωξης. Αντ’αυτού, το Απόλυτο Πνεύμα πραγματώνεται θέτοντας την μη πεπερατή επιδίωξη της κατανόησης και μεταμόρφωσης της φύσης˙ το Απόλυτο Πνεύμα ορίζεται από έναν τρόπο αντίληψης της φύσης ως, καταρχήν, απείρως προσβάσιμης από την επιστήμη και, καταρχήν, απείρως χειραγωγήσιμης από την τεχνολογία. Όλοι οι περιορισμοί που συναντώνται κατά την εκδίπλωση αυτού της απειροστής επιδίωξης αντιμετωπίζονται ως απλώς προσωρινά εμπόδια τα οποία είναι πάντα δυνατόν, καταρχήν, να υπερνικηθούν από καλύτερη επιστήμη και καλύτερη τεχνολογία. Ο Χέγκελ, όπως όλοι οι άλλοι φιλόσοφοι της νεωτερικότητας, είναι καλός οπαδός του Βάκωνος (Bacon).

Το τέλος της ιστορίας δεν σημαίνει το τέλος της ιστορίας με την πλέον κοινότυπη έννοια. Η εφημερίδα θα εξακολουθεί να κυκλοφορεί τα πρωινά, αλλά θα μοιάζει περισσότερο με την Atlanta Journal παρά με τους  New York Times: μία κουτσομπόλα του πλανητικού χωριού, που θα καταγράφει αμέτρητα δισεκατομμύρια παγιδευμένων σε δέντρα γατιών, γάμων, κηδειών, παζαριών, εκδρομών, παραφουσκωμένη από αμέτρητα δισεκατομμύρια κουπονιών για πίτσα.

Συγκρατήστε: τέλος της ιστορίας σημαίνει το τέλος της ιστορίας των ιδεολογιών. Σημαίνει ότι δεν είναι πλέον δυνατοί ιδεολογικοί και πολιτικοί νεωτερισμοί, πως δεν υπάρχουν πλέον αγώνες για τους οποίους αξίζει να πεθάνει ή να σκοτώσει κανείς, ότι καταλαβαίνουμε απόλυτα τους εαυτούς μας.

Το τέλος της ιστορίας είναι το όνειρο ενός τεχνοκράτη: τώρα που οι βασικές διανοητικές και πολιτικές παράμετροι της ανθρώπινης ύπαρξης έχουν οριστικά καθορισθεί, μπορούμε να συνεχίσουμε με τη διαχείριση της ζωής μας: την άνευ ορίων επιδίωξη του ελέγχου και κατοχής της φύσης˙ το άνευ ορίων παιχνίδι καθιστάμενο εφικτό μέσω μίας ατελείωτης ροής νέων παιχνιδιών.

Το Ζήτημα του Ιστορικισμού

Λέγεται συχνά ότι ο Χέγκελ υποστηρίζει πως αυτή η ίδια η ανθρώπινη φύση είναι σχετική με ορισμένες εποχές, τόπους, και πολιτισμούς, και πως καθώς η ιστορία μεταβάλλεται, το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη φύση. Αυτό μου φαίνεται λανθασμένο. Είναι στη φύση του ανθρώπου να είναι ιστορικός, αλλά το γεγονός αυτό δεν αποτελεί αυτό καθαυτό ιστορικό γεγονός. Αποτελεί ένα φυσικό γεγονός το οποίο καθιστά δυνατή την ιστορία. Είναι φυσικό υπό την έννοια  πως είναι μία σταθερή και μόνιμη αναγκαιότητα της φύσης μας, η οποία θεμελιώνει και οριοθετεί την επικράτεια της ανθρώπινης δράσης, ιστορίας, και πολιτισμού. Διαφορετικές ερμηνείες της ανθρώπινης φύσης σχετίζονται με διαφορετικές εποχές, τόπους, και πολιτισμούς˙ διαφορετικές κοσμοθεωρήσεις αλλάζουν και διαδέχονται η μία την άλλη στο πέρασμα του χρόνου.

Απόλυτη Αλήθεια = μία αληθής αυτό-ερμηνεία του ανθρώπου = ένας οριστικός απολογισμός της ανθρώπινης φύσης. Εάν ένας τέτοιος απολογισμός δεν είναι δυνατός, επειδή μία σταθερή ανθρώπινη φύση είναι ανύπαρκτη, τότε ο Χέγκελ δεν θα μπορούσε ποτέ να υποστηρίξει ότι η ιστορία ολοκληρώνεται. Θα ήταν απλώς μία ατελείωτη διαδοχή σχετικών μόνο ανθρώπινων αυτό-ερμηνειών, καμμία εκ των οποίων δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει μεγαλύτερη επάρκεια από την άλλη, επειδή δεν θα υπήρχε τίποτα έναντι του οποίου θα έπρεπε να είναι επαρκείς. Για τον Χέγκελ, ο άνθρωπος αποκτά την γνώση σχετικά με την φύση του μέσω της ιστορίας. Αλλά δεν αποκτά την φύση του καθαυτή μέσω της ιστορίας.

Ο Κοζέβ

Kojeve1922 [4]

Ο Κοζέβ το 1922

Ο Χέγκελ ισχυρίζεται ότι το τέλος της ιστορίας θα είναι πλήρως ικανοποιητικό για τον άνθρωπο. Είναι όμως έτσι; Αυτό μας οδηγεί στον Αλεξάντρ Βλαδιμίροβιτς Κοζέβνικοφ (Alexandre Vladimirovich Kojevnikoff, 1902-1968), γνωστό απλά ως «Κοζέβ» (Kojev). Ο Κοζέβ υπήρξε ο σπουδαιότερος, και επιδραστικότερος, ερμηνευτής και συνήγορος της φιλοσοφίας της ιστορίας του Χέγκελ κατά τον 20οαιώνα. Η Εισαγωγή στην Ανάγνωση του Χέγκελ: Μαθήματα στην Φαινομενολογία του Πνεύματος του Κοζέβ έχει τα σφάλματα της˙  έχει τις ασάφειες της, τις εκκεντρικότητες και τις ιδιοτροπίες της. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να είναι η πλέον ενδελεχής, προσπελάσιμη και συναρπαστική εισαγωγή στον Χέγκελ που υπάρχει.

Κατ’έναν ειρωνικό τρόπο βέβαια, διατυπώνοντας τον Χέγκελ ξεκάθαρα και ριζοσπαστικά, ο Κοζέβ τον ωθεί στο σημείο θραύσης, εξαναγκάζοντας μας να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα: Αποτελεί άραγε το Χεγκελιανό τέλος της ιστορίας πράγματι το τέλος της ιστορίας; Και αν ναι, μπορεί πράγματι να διεκδικήσει την πλήρη ικανοποίηση του ανθρώπου;

Ο Κοζέβ γεννήθηκε στην Μόσχα το 1902 από μία εύπορη αστική οικογένεια, η οποία, μετά την κομμουνιστική κατάληψη της εξουσίας το 1917, υπέστη τις αναμενόμενες ατιμώσεις. Ο Κοζέβ υποχρεώθηκε να πουλάει σαπούνι στη μαύρη αγορά, συνελήφθη και γλύτωσε παραλίγο την εκτέλεση. Κατά έναν παράδοξο τρόπο που για πολλούς έθεσε ερωτηματικά σχετικά με την λογική του, εγκατέλειψε την φυλακή όντας πεπεισμένος κομμουνιστής. Το 1919, εγκατέλειψε την Ρωσία μαζί τα οικογενειακά τιμαλφή τα οποία και εξαργύρωσε έναντι μιας μικρής περιουσίας στο Βερολίνο (θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κομμουνιστής της λιμουζίνας).

Σπούδασε φιλοσοφία στην Χαϊδελβέργη με τον Καρλ Γιάσπερς (Karl Jaspers) και αντικείμενο της διδακτορικής του διατριβής ήταν ο Βλαντιμίρ Σολόβιεφ (Vladimir Solovieff), ένας Ρώσος φιλόσοφος και μυστικιστής. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄20, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Η περιουσία του εξανεμίστηκε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, και περιέπεσε σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Ευτυχώς ο Κοζέβ είχε γνωριστεί και γίνει φίλος κατά τη δεκαετία του ΄20 με τον Αλεξάντρ Κοϋρέ (Alexandre Koyre), έναν ιστορικό της φιλοσοφίας και όπως και ο ίδιος, Ρώσο της διασποράς, ο οποίος κανόνισε να αναλάβει την θέση διδασκαλίας του σχετικά με την Φαινομενολογία του Πνεύματος του Χέγκελ στην Ecole pratique des hautes etudes.

Ο Κοζέβ δίδαξε αυτό το μάθημα από το 1933 έως το 1939. Αν και το ακροατήριο ήταν πολύ μικρό, είχε τεράστια επίδραση στη Γαλλική πνευματική ζωή, καθόσον στους φοιτητές συμπεριλαμβάνονταν διαπρεπείς φιλόσοφοι και διανοούμενοι όπως ο Ζακ Λακάν (Jacques Lacan), ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ (Maurice Merleau-Ponty), ο Ζώρζ Μπατάϊγ (George Bataille), ο Ραϋμόν Κενώ (Raymond Queneau), ο Ραϋμόν Αρόν (Raymond Aron), ο Γκαστόν Φεσσάρ (Gaston Fessard) και ο Ανρί Κορμπέν (Henri Corbin). Μέσω των μαθητών του, ο Κοζέβ επηρέασε τον Σάρτρ (Sartr), καθώς και μία μεταγενέστερη γενιά κορυφαίων Γάλλων στοχαστών, γνωστών ως μεταμοντερνιστών, συμπεριλαμβανομένων του Φουκώ (Foucault), του Ντελέζ (Deleuze), του Λυοτάρ (Lyotard), και του Ντεριντά (Derrida)-εκ των οποίων όλοι ένιωσαν αναγκαίο  να προσδιορίσουν τις θέσεις τους σε συμφωνία ή σε αντίθεση με τον Χέγκελ όπως αυτός παρουσιάστηκε από τον Κοζέβ.

Είμαι πεπεισμένος πως είναι αδύνατον να γίνει κατανοητή η ιδιαίτερη σφοδρότητα με την οποία πολλοί Γάλλοι μεταμοντερνιστές κακοποιούν έννοιες όπως ο μοντερνισμός και η μεταφυσική μέχρι να γίνει αντιληπτό ότι σε τελική ανάλυση αναφέρονται στην ανάγνωση του Χέγκελ από τον Κοζέβ. Και αυτό μας οδηγεί σε ακόμη έναν λόγο για να διαβάσουμε Χέγκελ και Κοζέβ: είναι ένα ιδανικό εργαλείο για να κατανοήσουμε τον Γαλλικό μεταμοντερνισμό, μία υπερβολικά επιδραστική σχολή σκέψης. Πράγματι, δίνεται η εντύπωση ότι σε κάποιους ακαδημαϊκούς εκδοτικούς οίκους αυτή την εποχή, το ένα τρίτο των βιβλίων περιέχει το «μεταμοντέρνο»  ή κάποιο από τα παράγωγα του στον τίτλο του.

Τα μαθήματα του Κοζέβ τερματίστηκαν το 1939, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, ο Κοζέβ εντάχθηκε στην Γαλλική αντίσταση. Ή έτσι είπε. Μετά τον πόλεμο ήταν δύσκολο να βρεθεί κάποιος που να μην ισχυρίζεται ότι είχε ενταχθεί στην αντίσταση.

Μετά τον πόλεμο, ο Κοζέβ δεν επέστρεψε στην ακαδημαϊκή ζωή. Αντ’αυτού, ένας από τους μαθητές του της δεκαετίας του ΄30, ο Ρομπέρ Μαρζολίν (Robert Marjolin), του εξασφάλισε μία θέση στο Γαλλικό Υπουργείο Οικονομικών, όπου εργάστηκε μέχρι τον θάνατο του το 1968. Μέσω της θέσης του στο υπουργείο, ο Κοζέβ άσκησε σχεδόν τόση μεγάλη επίδραση όση κι ο Ντε Γκωλ στη δημιουργία της μεταπολεμικής οικονομικής τάξης. Υπήρξε ο αρχιτέκτονας της GATT και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Ήταν επίσης απολύτως ακριβής όσον αφορά τις προβλέψεις του πάνω σε έναν αριθμό πολιτικών, οικονομικών, και πολιτιστικών τάσεων. Για παράδειγμα, την δεκαετία του ΄50 ήταν ήδη βέβαιος ότι η Δύση θα κέρδιζε τον Ψυχρό Πόλεμο. Προσφέρει επίσης βαθυστόχαστες διαγνώσεις αναφορικά με την λογική της εμμονής της σύγχρονης κουλτούρας με την παράλογη βία και κτηνωδία. Τελικά, στα τέλη του ΄50 αντιλήφθηκε την λογική της  ανερχόμενης δύναμης της Ιαπωνίας. Μέχρι και τον θάνατο του το 1968, ο Κοζέβ ήταν έμπιστος σύμβουλος ενός αριθμού Γάλλων πολιτικών, κυρίως της δεξιάς, καθό διάστημα προβλημάτιζε τους φίλους του επιμένοντας ότι εξακολουθούσε να είναι ένθερμος Σταλινικός. Έφτασε στο σημείο να αγοράσει και σπίτι στη Λεωφόρο Στάλινγκραντ.

Ο Κοζέβ ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι η ιστορία είχε φτάσει στο τέλος της το 1806 με την μάχη της Ιένας. Συνεπακόλουθα, υποστήριζε πως από τότε δεν είχε συμβεί τίποτα  που να έχει θεμελιώδη ιστορική σημασία: ούτε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ούτε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ούτε και η Ρωσική και η Κινεζική Επανάσταση. Όλα αυτά ήταν, σύμφωνα με τον Κοζέβ, απλώς ασήμαντες προστριβές σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της Γαλλικής επανάστασης. Ακόμη και οι Ναζί θεωρούνταν από τον Κοζέβ απλά ο τρόπος της ιστορίας για να φέρει την δημοκρατία στην Αυτοκρατορική Γερμανία.

Ο Κοζέβ πάντως, δεν είχε πεισθεί ότι το τέλος της ιστορίας θα σήμαινε την πλήρη ικανοποίηση του ανθρώπου. Πράγματι, ήταν της άποψης ότι θα σηματοδοτούσε την κατάργηση της ανθρωπότητας. Αυτό δεν σημαίνει πως ο Κοζέβ πίστευε ότι τα ανθρώπινα όντα θα εξαφανίζονταν. Απλώς έκανε την σκέψη πως αυτό που μας καθιστά ανθρώπους, κι όχι εφησυχασμένα ζώα, θα καταργούνταν με το τέλος της ιστορίας.

Ο Κοζέβ υποστήριζε πως ήταν  η ικανότητα να εμπλεκόμαστε σε διαμάχες σχετικά με τις θεμελιώδεις ερμηνείες της ανθρώπινης ύπαρξης-ο αγώνας για κατανόηση του εαυτού-που μας διέκρινε από τα κτήνη. Από τη στιγμή που οι διαμάχες αυτές τερματίζονται, ό,τι μας διέκρινε από τα κτήνη εξαφανίζεται. Το τέλος της ιστορίας θα ικανοποιούσε τις ζωώδεις φύσεις μας, τις επιθυμίες μας, αλλά δεν θα προσέφερε τίποτα το οποίο θα ικανοποιούσε τις ειδικά ανθρώπινες επιθυμίες μας.

Ο Κοζέβ δεν υποστηρίζει πάντως, πως όλοι εκπίπτουν στο κτήνος με το τέλος της ιστορίας. Παραδοσιακά, τα ανθρώπινα όντα θεωρούσαν ότι τα ίδια καταλαμβάνουν το χώρο εκείνο της τοτεμικής  στήλης  ανάμεσα στα κτήνη και στους θεούς. Όταν ένα άτομο απωλέσει την ανθρώπινη του υπόσταση, αυτό μπορεί να το κάνει είτε γινόμενο κτήνος είτε γινόμενο θεός.

Ο Κοζέβ υποστήριζε πως η πλειοψηφία των ανθρώπινων όντων με το τέλος της ιστορίας θα εξέπιπτε στο κτήνος. Αλλά κάποιοι θα γίνονταν θεοί. Με ποιο τρόπο; Γινόμενοι σοφοί. Στο τέλος της ιστορίας, η ορθή και οριστική ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης, η Απόλυτη Αλήθεια, έχει αρθρωθεί ως ένα επιστημονικό σύστημα από τον Χέγκελ τον ίδιο. Αυτό το σύστημα είναι η σοφία που αναζητούσε η φιλοσοφία για περισσότερο από δύο χιλιάδες έτη.

Η φιλοσοφία αποτελεί την επιδίωξη της σοφίας, όχι την κατοχή της σοφίας. Ο Χέγκελ, μέσω της κατάκτησης της σοφίας, δεν είναι πια ένας φιλοσόφος˙ ο Χέγκελ είναι ένας σοφός. Βάζοντας την τελεία στην ιστορία, ο Χέγκελ έχει φέρει εις πέρας και την φιλοσοφία.

Ένας μετά-ιστορικός θεός διατηρεί μία κριτική απόσταση από το τέλος της ιστορίας. Δεν ζει μία μετά-ιστορική ζωή. Προσπαθεί να την κατανοήσει: πως φτάσαμε εδώ, τι συμβαίνει, και που πηγαίνουμε-όλα αντικείμενα τα οποία μπορούμε να διδαχθούμε από τον Χέγκελ και τον Κοζέβ. Εάν ο αποανθρωπισμός είναι το πεπρωμένο μας, μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να γίνουμε θεοί. Λόγος αρκετός για να διαβάζουμε τον Χέγκελ.